- ὀτρύνων
- ὀτρύ̱νων , ὀτρύνωstir uppres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οίχομαι — οἴχομαι και οἰχέομαι και συνηρ. τ. οἰχεῡμαι (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι (α. «κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντη ὀτρύνων μαχέσασθαι», Ομ. Ιλ. β. «οἴχηται φεύγων» έφυγε και χάθηκε γ. «ὤχετ εὐθὺς ἀπιών» έφυγε και πάει, έφυγε τρέχοντας δ. «ἐκπέφευγ , οἴχεται… … Dictionary of Greek
φύλοπις — όπιδος, ἡ, Α ο θόρυβος, ο σάλαγος τής μάχης («κατὰ στρατὸν ᾤχετο πάντῃ ὀτρύνων μαχέσασθαι, ἔγειρε δὲ φύλοπιν αἰνήν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. άγνωστης ετυμολ. Διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί, ήδη από την αρχαιότητα, συνδέουν συνήθως τη… … Dictionary of Greek